Η σημερινή γραφή είναι για σένα φίλε νέε Έλληνα πολίτη. Όχι ως συμπερασματική
σκέψη της σχέσης των 2 εικόνων αλλά ως αποτέλεσμα των αλλαγών των στοιχείων
της κοινωνικής μας ταυτότητας την 20ετία 1980 – 2000.
Για σένα που με το δίκιο σου κουμπώνεσαι και απέχεις αηδιασμένος από τη δημόσια
ζωή
την ώρα που αυτή σε χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε. Για σένα που έμαθες να ζεις σε
έναν τόπο που κάθε 16 λεπτά έχουμε έναν θάνατο από ναρκωτικά, που έγινε συνήθεια
η παρανομία, η εύκολη ληστεία, η σωματεμπορία, το ροζ τηλέφωνο, η ατιμωρησία.
Ρίξε μια ματιά και φρίξε. Την περίοδο 1980 – 2000 πενταπλασιάστηκαν τα κακουργήματα
στην Ελλάδα, τριπλασιάστηκαν οι χρήστες κάθε είδους ναρκωτικών, οκταπλασιάστηκαν
οι ληστείες.
Σε έμαθαν να μην σκέπτεσαι, να μην έχεις βούληση, να μην διαβάζεις, να ακούς, να
βλέπεις, να υπνοβατείς, να παραδίνεσαι. Γκρέμισαν τα ερείσματα, μαγάρισαν τους
ανδριάντες σου, σπίλωσαν τα ηρωικά σου πρότυπα, μαγάρισαν την ιστορία σου, σε
έμαθαν να σνομπάρεις τον εθνικό ύμνο, να τα σπας στα γήπεδα, να μην έχεις σε ποιόν
να μοιάσεις.
Και τώρα με το δίκιο σου θα πεις: Και γιατί τα λες σε εμένα αυτά; Γιατί δεν τα λες σε
αυτούς που υπερασπίζονται αυτό το παρελθόν, που προβάλουν την ισονομία και την
αξιοκρατία ως στάση ζωής και δρουν αντίθετα; Σε μια
νομενκλατούρα πλούτου που
έμαθε να ζει προκλητικά
απέναντι σε αυτούς που προσπαθούν να ζήσουν μόνο από τη
δουλειά τους;
Και απαντάμε: Αμ πώς να τα πούμε και πώς να πιάσουν τόπο όταν δεν
έχουμε τη δική σου στήριξη;
Πώς να τα πούμε αν δεν έρθεις να κάνουμε μαζί τη διαφορά;