Tου Διονύση Κ. Καραχάλιου,
Γραμματέα Σχέσεων Κοινωνίας – Κόμματος.
Ο Γ. Παπανδρέου, μετά την πανθομολογούμενη, ακόμη και από κυβερνητικά στελέχη,
αποτυχία
υλοποίησης των στόχων του Μνημονίου, είναι πανέτοιμος να αποδεχθεί, για
μια ακόμη φορά, ο,τιδήποτε η τρόϊκα θεωρεί αναγκαίο να του επιβάλει,
για την
υποτιθέμενη σωτηρία της χώρας μας.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν αρκετή η μέχρι σήμερα πρόθυμη ευκαμψία
του πρωθυπουργού μας, αν δεν υπήρχε η σθεναρή αντίσταση του Αντώνη Σαμαρά.
Αντίσταση που προκαλεί εύλογη αμηχανία στην τρόικα, κυρίως διότι έχει πλέον
διαπιστώσει και η ίδια, 1ον) ότι οι λύσεις που επέβαλε σε βάρος της ελληνικής
οικονομίας κάθε άλλο παρά αποτελεσματικές έχουν αποδειχθεί μέχρι σήμερα και,
2ον) ότι το «άλογο» στο οποίο στοιχημάτιζε για την εφαρμογή του σχεδίου
διάσωσης της Ελλάδας, δηλαδή η κυβέρνηση Παπανδρέου, στερείται ικανοτήτων
και δυνατοτήτων να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις που, χωρίς διαπραγμάτευση,
υποχρεώθηκε να αναλάβει.
Μέσα σʼ αυτό το πλαίσιο, οι παραινέσεις Ρεν και Γιούνκερ περί ανάγκης συναίνεσης
της αντιπολίτευσης, μπορεί να δημιουργούν ένα αίσθημα ανακούφισης στην
κυβέρνηση, αφού αποβλέπουν στην μετάθεση ευθυνών που της ανήκουν
αποκλειστικά, αλλά, ταυτόχρονα, αναδεικνύουν μια ακόμη αβελτηρία της: Την
πλήρη ανικανότητά της να διατηρήσει τα ελάχιστα ψήγματα εθνικής
αξιοπρέπειας που της έχουν απομείνει.
Ο Γ. Παπανδρέου όφειλε να καταστήσει σαφές, προς κάθε κατεύθυνση, ότι
υποδείξεις θεσμικού χαρακτήρα, που αφορούν στον τρόπο λειτουργίας της
κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας, δεν είναι επιτρεπτές, ούτε ανεκτές.
Όμως, μια τέτοια στάση προϋποθέτει συναίσθηση εθνικής αξιοπρέπειας, την
οποία είναι δύσκολο να αναζητήσει κανείς σε εκείνους που, χωρίς να τους ζητηθεί,
διαπόμπευσαν την Ελλάδα σε όλα τα διεθνή fora και, σήμερα, δεν έχουν την
στοιχειώδη ευαισθησία να παραδεχθούν τις εγκληματικές ευθύνες τους.